ἐκσωθείς

ἐκσωθείς
ἐκσῴζω
preserve from danger
aor part pass masc nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οικεύς — οἰκεύς, έως και ιων. τ. γεν. ῆος και Fοικεύς, ὁ, θηλ. Fοικέα (Α) 1. αυτός που ζει μέσα στο σπίτι, στην οικογένεια, ο άνθρωπος τού σπιτιού («μὴ φίλους οἰκῆας ἐγείροι», Ομ. Ιλ.) 2. υπηρέτης, δούλος, οικέτης* («οἰκεύς τις ὅσπερ ἵκετ ἐκσωθεὶς μόνος» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”